ΕΤΣΙ ΚΑΤΕΛΕΙΠΕΝ ΘΕΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΝ (ΠΙΤΑΡΟΚΗΛΗ)
Καθ'ένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,στη δόξα και στο θάνατο,λέει ο ποιητής.Ο φίλος μας ο Νίκος,απ' όλα αυτά διάλεξε μόνο το τελευταίο.
΄Εζησε απομονωμένος χωρίς κανένα πλα'ι του.Μόνος σαν ναυαγός σε μια σχεδία καταμεσής στον ωκεανό.Δεν είχε τίποτα,λίγα τετραγωνικά ζωής,κ'έμοιαζε νάχει τα πάντα.
Γνωριστήκαμε σχεδόν κατά συνθήκη.'Εψαχνε απεγνωσμένα βοήθεια για ένα θέμα που είχε μόνο δίκιο.Την συνταξή του.Το αναζήτησε παντού,σε ομο'ιδεάτες υπουργούς,βουλευτές,Δημάρχους και κομ.γραφεία.Όλοι απ'τον Αννα στον Κα'ιάφα.Η αγανάκτηση τον επνιξε κ' έφτασε και σε μένα,τον απέναντι, που είχε ακούσει καν και κάν.
Δεν παρακάλεσε,δεν ζήτησε,απαίτησε, γιατί ''εσείς παλεύεται για το δίκιο'' είπε.
'Ετσι γνώρισα τον Νίκο.Μια γνωριμία ψυχής,που σε χαράσει.'Οχι απο λύπηση,αλλά για την γεναιότητα,την περιφάνια του να μήν υποκύψει σε κανένα.Κρητικός με μιά λεβεντιά απροσδιόριστη.
Οι στιγμές μας μικρές,η μοναξιά των παθών του απέραντη.'Ηταν φορές που κάθονταν ακίνητος κ'αμίλητος για ώρα,κ'άλλες πάλι μιλούσε ασταμάτητα,κυρίως να με επιπλήτει,που δεν ξέρω απο πολιτική , που δεν φροντίζω για το μέλλον μου το πολιτικό και δεν βολεύω τα παιδιά μου,τώρα που μπορώ.Γιατί ήξερε αυτός,''εγώ είμαι πολύ μπασμένος στην πολιτική''έλεγε με καμάρι και πως αν τον άκουγα,θ'ανέβαινα ψηλά.Εγώ τούλεγα τα δικά μου, τα ουμανιστικά , εκείνος θύμωνε και χάνονταν για μέρες.
Σ'έναν απο κείνους τους θυμούς του βρέθηκε ολομόναχος σ'ένα νοσοκομείο,για να κοιτάξει τα νεφρά του.Δεν είχε πρόβλημα μ'αυτά μα βγήκε απο κει με εμφιτευμένο βηματοδότη.
Ξανάρθε και μου παραπονιόταν πως δεν τον ρώτησαν γ'αυτό και θέλει να τον βγάλει,και πως για το ζάχαρο που ανεβαίνει,ο βηματοδότης φταίει.'Επρεπε, έλεγε, να κάνω τα πάντα,να του βρώ γιατρό για να τον βγάλει κ'όταν του έλεγα πως ρώτησα παντού, κ'αυτό δεν γίνεται και πρέπει να μάθει να ζει με τον βηματοδότη,πάλι μου ξαναθύμωσε,και πάλι χάθηκε για μέρες.Τόν έβλεπα όμως να τριγυρνά με το ποδηλατάκι του ( εκκλησία,ΚΑΠΗ,Φαρμακείο) στην πόλι και ησύχαζα απ'την ένοια του.
'Ετσι ήταν ο Νίκος, ο Νικολάκης όπως τον λέγαμε πέντε-έξη άνθρωποι που ερχόταν σε επαφή.'Ηταν άνθρωπος άκακος,τίμιος,αγαθός κ'απ'την άποψη αυτή σημαντικός.Είχε ανάγκη απο φροντίδα,γιατί κοντά στα άλλα ήταν κ'αυτοκατασροφικός,πότης δεινός παλιά και καπνιστής απο τους λίγους.'Ηταν,ήταν πολλά ο Νικολάκης μας,μα πάνω απ'όλα βαθειά θρισκευόμενος. Χριστιανός κ Ορθόδοξος, τονίζοντας το τελευταίο ,τους άλλους ( Καθολικούς,Ευαγγελιστές, ιεχοβάδες ) δεν τους πήγαινε.'Ολο το φθηνόπωρο μάζευε ελιές απο δώ κ'απο κεί να κάνει λάδι,και μ'αυτό άναβε τα καντίλια σ'όλα τα ξωκλήσια και τα εικονοστάσια της περιοχής.
Είχε κάνει πεντε-έξη χρόνια και στην Αμερική,την δεύτερη πατρίδα του όπως έλεγε με καμάρι.Την παίνευε πολύ αυτή τη χώρα κι αν ήταν και χριστιανοί ορθόδοξοι θα ξεγραφόταν απο Έλληνας,τόσο που του άρεσε εκεί.'Ηταν καλά εκεί,δούλευε σε πιτσαρία κ'είχε και σύντροφο μια Πορτορικάνα,που τον πίεζε για να την παντρευτεί κ'όταν αυτός της το ξέκοψε τον έδωσε στο ''ιμιγκρέσιο''και πάρτον πίσω στην Ελλάδα τον Νικολάκη.'Ονειρό του ήταν η Αμέρικα,αλλά όταν βομβάρδιζαν την ομόδοξη Σερβία οι Αμερικάνοι,δεν δίστασε ουτε στιγμή να με ακολουθήσει σε μιά απ'της πορείες διαμαρτηρίας που γινόταν τότε στην Αθήνα.
Κοσμογυρισμένος ο φίλος μου.Απο μικρός παράτησε τα πρόβατα στό χωριό και μπάρκαρε καμαρωτάκι.Τι ιστορίες δεν μούχε διηγηθεί για τα ταξίδια του.Μπραζίλια,Χονκ Κογκ,Αντεν,Αυστράλια,Ιαπωνία,μα και σ'όλης της Μεσογείου τα λιμάνια.
Ψυχούλα μοναχή ο Νικολάκης,έτοιμος να με υπερασπιστεί ακόμα και στα λάθη μου.Κουβέντα δεν σήκωνε.Πάντα του τυπικός,θυμόταν την γιορτή μου και μούφερνε γλυκά κ'ένα μπουκάλι ουίσκι ( ήξερε αυτός,απ'το καλό ) να το πιώ στην υγειά του,χωρίς ποτέ να μάθει οτι δεν έπινα ποτέ μου. Παράπονα δεν είχε ούτε απ'τ'αδέρφια του που τον πετάξαν σαν το σκυλί όντας γύρισε όπως γύρισε απ το Αμέρικα.Ούτε που μίλαγε ποτέ γ'αυτά.'Οτι παράπονα είχε τα είχε απο μένα,που ενώ είμουνα στα πράγματα δεν φρόντιζα για να αγοράσει τάφο δικό του, μη και βρεθεί και στην άλλη ζωή δίχως και πάλι σπίτι.Μέ τέτοιες έγνοιες κυλούσε η ζωή του Νικολάκη,με της αρώστιες του ,τα σκυλιά και τα γατιά του, που φρόντιζε να μην τους λείψει κάτι.
'Οσπου ήρθαν οι μέλισσες πού λένε.Οι Δημοτικές εκλογές.Τότε που βγαίνουν παγανιά οι ''σωτήρες''του κοσμάκη και οι ''ανιδιοτελείς''.Η οσμή της ψήφου, τους έφερε στην πόρτα του και δώστου ταξίματα στον Νίκο και δώστου κολακίες,όμως αυτός εκεί ,ταγμένος να φυλάτει τις Θερμοπύλλες της φιλίας μας.Βρέ τι του είπαν,ο μπήξε,ο δήξε,ο φαύλος, ( να δες τι γράφουν γ'αυτόν οι εφημερίδες ),ο κουμουνιστής.Ανένδοτος ο Νίκος,θηρίο ανήμερο να υμνεί της γνώσεις και τα προσόντα μου.
Όμως οι εκλογές πλησίαζαν και ο σκοπός τους ιερός,να σώσουνε την πόλι.Απλόχερα του πρόσφεραν , ειναι αλήθεια τούλειπε,την συντροφιά τους.Ότι τραπέζι γίνονταν ( και γίνονταν πολλά εκείνες της μέρες) ο Νικολάκης πρώτος.Πέταξε της φόρμες,φόρεσε το κουστούμι του,ακριβό,φερμένο απ'την Αμερική όχι τίποτα ντρίλι,άφησε κατα μέρος το ποδηλατάκι του,σκωτομός γινόταν ποιός θα τον μεταφέρει.Καλοπερνούσε ο Νίκος μας,αλλά η φιλία μας φιλία.Ότι κ'άν μου λένε για σένα, τους παίρνει και τους σηκώνει,με καθησύχαζε,έχω μπέσα εγώ κ'ο λόγος μου συμβόλαιο.
Άπαρτο κάστρο ο φίλος μου κ'αφού είδαν κ'απόειδαν ρίξαν και την τελευταία κανονιά.
-Μωρέ Νίκο μας,εσύ ένας χριστιανός κ Ορθόδοξος πως γίνεται νάχεις για φίλο σου έναν άθεο,έναν αντίχρηστο,έναν, έναν θεεέ μου σχώραμε;
Κλονίστηκε ο φίλος μας αλλά δεν τόδειξε.Αυτός που τόσα είχε ζήσει και είχαν δεί τα μάτια του,να κάνει τέτοιο λάθος;μιά τέτοια αμαρτία;
Τόν βρήκα ένα πρωί απ'έξω να με περιμένει σκεφτικός και συνοφριωμένος.
-Στον ύπνο σου με είδες σύντροφε; τον ρώτησα κ'εκείνος κοιτώντας χαμηλά χωρίς άλλη κουβέντα με ρωτά.
-Είναι αλήθεια αυτά που λεν για σένα,ότι είσαι άθεος ειναι αλήθεια;
-Αυτό είναι αλήθεια Νίκο μου,του λέω μα,
-Ε,τότενες είσαι κ'όλα τ'άλλα, είπε.Ανέβηκε στό ποδηλατάκι του κ έφυγε βιαστικά. Δεν ξαναπέρασε έκτοτε ο Νικολάκης.Έγειναν οι εκλογές και βγήκαν όλοι νικητές και όλοι μας χαμένοι,οι νέοι φίλοι ξέχασαν τον Νικολάκη κ'έμεινε πάλι μοναχός,σαν καλαμιά στον κάμπο.Τον έβλεπα αραιά και που,ατιμέλητο,αγκομαχόντας με το ποδηλατάκι του,περισσότερο να το πηγαίνει παρά το αντίστροφο.
Κάποια στιγμή που τον πλησίασα να του μιλήσω μ'απέφυγε ευγενικά, μα δεν πρόφτασε να κρύψει ένα δάκρυ που κύλισε απ'τα μάτια του. Θαρούσε πώς είχε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του την εικόνα του Ιούδα, του πιο μισητού της πίστης του.Ένιωθε πως με πρόδωσε και δεν το άντεχε.
Δεν τον ξανάειδα έκτοτε τον φίλο μου τον Νικολάκη.Πρίν λίγο καιρό έμαθα πως πέθανε.Ήταν δεν ήταν εξήντα εφτά χρονών και πέθανε απο περίφανη μοναξιά και μετεκλογική εγκατάλειψη.Συμβαίνει με τούς φίλους μου ,πρώτα τους χάνω εν ζωή κ'υστερα ο χάρος έρχεται και τους παίρνει.Όλοι θα μου πείτε απο κάτι πεθαίνουν.Ε, ο φίλος μου ο Νικολάκης πέθανε απο εκλογές.
Μου ήρθαν στο νου όλα αυτά τούτες της μέρες βλέποντας τους ίδιους ανθρώπους, τους θεοσεβούμενους σωτήρες, να περιφέρουν την Χριστιανική τους κατάνυξη ανά τους ναούς.
Και δεν είναι που ήθελε να ζήσει,
είναι το γαμώτο που δεν έζησε.
ΒΑΓΓ.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ.
Καθ'ένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,στη δόξα και στο θάνατο,λέει ο ποιητής.Ο φίλος μας ο Νίκος,απ' όλα αυτά διάλεξε μόνο το τελευταίο.
΄Εζησε απομονωμένος χωρίς κανένα πλα'ι του.Μόνος σαν ναυαγός σε μια σχεδία καταμεσής στον ωκεανό.Δεν είχε τίποτα,λίγα τετραγωνικά ζωής,κ'έμοιαζε νάχει τα πάντα.
Γνωριστήκαμε σχεδόν κατά συνθήκη.'Εψαχνε απεγνωσμένα βοήθεια για ένα θέμα που είχε μόνο δίκιο.Την συνταξή του.Το αναζήτησε παντού,σε ομο'ιδεάτες υπουργούς,βουλευτές,Δημάρχους και κομ.γραφεία.Όλοι απ'τον Αννα στον Κα'ιάφα.Η αγανάκτηση τον επνιξε κ' έφτασε και σε μένα,τον απέναντι, που είχε ακούσει καν και κάν.
Δεν παρακάλεσε,δεν ζήτησε,απαίτησε, γιατί ''εσείς παλεύεται για το δίκιο'' είπε.
'Ετσι γνώρισα τον Νίκο.Μια γνωριμία ψυχής,που σε χαράσει.'Οχι απο λύπηση,αλλά για την γεναιότητα,την περιφάνια του να μήν υποκύψει σε κανένα.Κρητικός με μιά λεβεντιά απροσδιόριστη.
Οι στιγμές μας μικρές,η μοναξιά των παθών του απέραντη.'Ηταν φορές που κάθονταν ακίνητος κ'αμίλητος για ώρα,κ'άλλες πάλι μιλούσε ασταμάτητα,κυρίως να με επιπλήτει,που δεν ξέρω απο πολιτική , που δεν φροντίζω για το μέλλον μου το πολιτικό και δεν βολεύω τα παιδιά μου,τώρα που μπορώ.Γιατί ήξερε αυτός,''εγώ είμαι πολύ μπασμένος στην πολιτική''έλεγε με καμάρι και πως αν τον άκουγα,θ'ανέβαινα ψηλά.Εγώ τούλεγα τα δικά μου, τα ουμανιστικά , εκείνος θύμωνε και χάνονταν για μέρες.
Σ'έναν απο κείνους τους θυμούς του βρέθηκε ολομόναχος σ'ένα νοσοκομείο,για να κοιτάξει τα νεφρά του.Δεν είχε πρόβλημα μ'αυτά μα βγήκε απο κει με εμφιτευμένο βηματοδότη.
Ξανάρθε και μου παραπονιόταν πως δεν τον ρώτησαν γ'αυτό και θέλει να τον βγάλει,και πως για το ζάχαρο που ανεβαίνει,ο βηματοδότης φταίει.'Επρεπε, έλεγε, να κάνω τα πάντα,να του βρώ γιατρό για να τον βγάλει κ'όταν του έλεγα πως ρώτησα παντού, κ'αυτό δεν γίνεται και πρέπει να μάθει να ζει με τον βηματοδότη,πάλι μου ξαναθύμωσε,και πάλι χάθηκε για μέρες.Τόν έβλεπα όμως να τριγυρνά με το ποδηλατάκι του ( εκκλησία,ΚΑΠΗ,Φαρμακείο) στην πόλι και ησύχαζα απ'την ένοια του.
'Ετσι ήταν ο Νίκος, ο Νικολάκης όπως τον λέγαμε πέντε-έξη άνθρωποι που ερχόταν σε επαφή.'Ηταν άνθρωπος άκακος,τίμιος,αγαθός κ'απ'την άποψη αυτή σημαντικός.Είχε ανάγκη απο φροντίδα,γιατί κοντά στα άλλα ήταν κ'αυτοκατασροφικός,πότης δεινός παλιά και καπνιστής απο τους λίγους.'Ηταν,ήταν πολλά ο Νικολάκης μας,μα πάνω απ'όλα βαθειά θρισκευόμενος. Χριστιανός κ Ορθόδοξος, τονίζοντας το τελευταίο ,τους άλλους ( Καθολικούς,Ευαγγελιστές, ιεχοβάδες ) δεν τους πήγαινε.'Ολο το φθηνόπωρο μάζευε ελιές απο δώ κ'απο κεί να κάνει λάδι,και μ'αυτό άναβε τα καντίλια σ'όλα τα ξωκλήσια και τα εικονοστάσια της περιοχής.
Είχε κάνει πεντε-έξη χρόνια και στην Αμερική,την δεύτερη πατρίδα του όπως έλεγε με καμάρι.Την παίνευε πολύ αυτή τη χώρα κι αν ήταν και χριστιανοί ορθόδοξοι θα ξεγραφόταν απο Έλληνας,τόσο που του άρεσε εκεί.'Ηταν καλά εκεί,δούλευε σε πιτσαρία κ'είχε και σύντροφο μια Πορτορικάνα,που τον πίεζε για να την παντρευτεί κ'όταν αυτός της το ξέκοψε τον έδωσε στο ''ιμιγκρέσιο''και πάρτον πίσω στην Ελλάδα τον Νικολάκη.'Ονειρό του ήταν η Αμέρικα,αλλά όταν βομβάρδιζαν την ομόδοξη Σερβία οι Αμερικάνοι,δεν δίστασε ουτε στιγμή να με ακολουθήσει σε μιά απ'της πορείες διαμαρτηρίας που γινόταν τότε στην Αθήνα.
Κοσμογυρισμένος ο φίλος μου.Απο μικρός παράτησε τα πρόβατα στό χωριό και μπάρκαρε καμαρωτάκι.Τι ιστορίες δεν μούχε διηγηθεί για τα ταξίδια του.Μπραζίλια,Χονκ Κογκ,Αντεν,Αυστράλια,Ιαπωνία,μα και σ'όλης της Μεσογείου τα λιμάνια.
Ψυχούλα μοναχή ο Νικολάκης,έτοιμος να με υπερασπιστεί ακόμα και στα λάθη μου.Κουβέντα δεν σήκωνε.Πάντα του τυπικός,θυμόταν την γιορτή μου και μούφερνε γλυκά κ'ένα μπουκάλι ουίσκι ( ήξερε αυτός,απ'το καλό ) να το πιώ στην υγειά του,χωρίς ποτέ να μάθει οτι δεν έπινα ποτέ μου. Παράπονα δεν είχε ούτε απ'τ'αδέρφια του που τον πετάξαν σαν το σκυλί όντας γύρισε όπως γύρισε απ το Αμέρικα.Ούτε που μίλαγε ποτέ γ'αυτά.'Οτι παράπονα είχε τα είχε απο μένα,που ενώ είμουνα στα πράγματα δεν φρόντιζα για να αγοράσει τάφο δικό του, μη και βρεθεί και στην άλλη ζωή δίχως και πάλι σπίτι.Μέ τέτοιες έγνοιες κυλούσε η ζωή του Νικολάκη,με της αρώστιες του ,τα σκυλιά και τα γατιά του, που φρόντιζε να μην τους λείψει κάτι.
'Οσπου ήρθαν οι μέλισσες πού λένε.Οι Δημοτικές εκλογές.Τότε που βγαίνουν παγανιά οι ''σωτήρες''του κοσμάκη και οι ''ανιδιοτελείς''.Η οσμή της ψήφου, τους έφερε στην πόρτα του και δώστου ταξίματα στον Νίκο και δώστου κολακίες,όμως αυτός εκεί ,ταγμένος να φυλάτει τις Θερμοπύλλες της φιλίας μας.Βρέ τι του είπαν,ο μπήξε,ο δήξε,ο φαύλος, ( να δες τι γράφουν γ'αυτόν οι εφημερίδες ),ο κουμουνιστής.Ανένδοτος ο Νίκος,θηρίο ανήμερο να υμνεί της γνώσεις και τα προσόντα μου.
Όμως οι εκλογές πλησίαζαν και ο σκοπός τους ιερός,να σώσουνε την πόλι.Απλόχερα του πρόσφεραν , ειναι αλήθεια τούλειπε,την συντροφιά τους.Ότι τραπέζι γίνονταν ( και γίνονταν πολλά εκείνες της μέρες) ο Νικολάκης πρώτος.Πέταξε της φόρμες,φόρεσε το κουστούμι του,ακριβό,φερμένο απ'την Αμερική όχι τίποτα ντρίλι,άφησε κατα μέρος το ποδηλατάκι του,σκωτομός γινόταν ποιός θα τον μεταφέρει.Καλοπερνούσε ο Νίκος μας,αλλά η φιλία μας φιλία.Ότι κ'άν μου λένε για σένα, τους παίρνει και τους σηκώνει,με καθησύχαζε,έχω μπέσα εγώ κ'ο λόγος μου συμβόλαιο.
Άπαρτο κάστρο ο φίλος μου κ'αφού είδαν κ'απόειδαν ρίξαν και την τελευταία κανονιά.
-Μωρέ Νίκο μας,εσύ ένας χριστιανός κ Ορθόδοξος πως γίνεται νάχεις για φίλο σου έναν άθεο,έναν αντίχρηστο,έναν, έναν θεεέ μου σχώραμε;
Κλονίστηκε ο φίλος μας αλλά δεν τόδειξε.Αυτός που τόσα είχε ζήσει και είχαν δεί τα μάτια του,να κάνει τέτοιο λάθος;μιά τέτοια αμαρτία;
Τόν βρήκα ένα πρωί απ'έξω να με περιμένει σκεφτικός και συνοφριωμένος.
-Στον ύπνο σου με είδες σύντροφε; τον ρώτησα κ'εκείνος κοιτώντας χαμηλά χωρίς άλλη κουβέντα με ρωτά.
-Είναι αλήθεια αυτά που λεν για σένα,ότι είσαι άθεος ειναι αλήθεια;
-Αυτό είναι αλήθεια Νίκο μου,του λέω μα,
-Ε,τότενες είσαι κ'όλα τ'άλλα, είπε.Ανέβηκε στό ποδηλατάκι του κ έφυγε βιαστικά. Δεν ξαναπέρασε έκτοτε ο Νικολάκης.Έγειναν οι εκλογές και βγήκαν όλοι νικητές και όλοι μας χαμένοι,οι νέοι φίλοι ξέχασαν τον Νικολάκη κ'έμεινε πάλι μοναχός,σαν καλαμιά στον κάμπο.Τον έβλεπα αραιά και που,ατιμέλητο,αγκομαχόντας με το ποδηλατάκι του,περισσότερο να το πηγαίνει παρά το αντίστροφο.
Κάποια στιγμή που τον πλησίασα να του μιλήσω μ'απέφυγε ευγενικά, μα δεν πρόφτασε να κρύψει ένα δάκρυ που κύλισε απ'τα μάτια του. Θαρούσε πώς είχε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του την εικόνα του Ιούδα, του πιο μισητού της πίστης του.Ένιωθε πως με πρόδωσε και δεν το άντεχε.
Δεν τον ξανάειδα έκτοτε τον φίλο μου τον Νικολάκη.Πρίν λίγο καιρό έμαθα πως πέθανε.Ήταν δεν ήταν εξήντα εφτά χρονών και πέθανε απο περίφανη μοναξιά και μετεκλογική εγκατάλειψη.Συμβαίνει με τούς φίλους μου ,πρώτα τους χάνω εν ζωή κ'υστερα ο χάρος έρχεται και τους παίρνει.Όλοι θα μου πείτε απο κάτι πεθαίνουν.Ε, ο φίλος μου ο Νικολάκης πέθανε απο εκλογές.
Μου ήρθαν στο νου όλα αυτά τούτες της μέρες βλέποντας τους ίδιους ανθρώπους, τους θεοσεβούμενους σωτήρες, να περιφέρουν την Χριστιανική τους κατάνυξη ανά τους ναούς.
Και δεν είναι που ήθελε να ζήσει,
είναι το γαμώτο που δεν έζησε.
ΒΑΓΓ.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ.
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΡΑΒΟ ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕΣ ΛΙΓΑ ΑΛΛΑ ΟΜΟΡΦΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ κ.ΝΙΚΟ!!! ΕΤΣΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΕ ΠΕΤΑΝΕ ΣΤΟ ΚΑΛΑΘΙ ΤΩΝ ΑΧΡΗΣΤΩΝ!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήRED ROSE